- νταμάρι
- το(λ. τουρκ.)1. φλέβα.2. λατομείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νταμάρι — το τόπος όπου εξορύσσονται πέτρες που χρησιμεύουν κυρίως ως υλικό για οικοδομές, λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damar «φλέβα πετρώματος ή μετάλλου»] … Dictionary of Greek
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
νταμαρτζής — ο εργάτης σε λατομείο, λατόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταμάρι + κατάλ. τζής (πρβλ. ταξι τζής)] … Dictionary of Greek
λατομείο — το το μέρος όπου εξορύσσονται πέτρες και μάρμαρα, το νταμάρι: Δούλευε εργάτης στα λατομεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)